- ξελαιμιάζομαι
- αμετ.1) см. ξεσβερκώνομαι; 2) см. ξελαρυγγιάζομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξελαιμιάζομαι — ξελαιμιάζομαι, ξελαιμιάστηκα, (σπάν.) ξελαιμιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξελαιμιάζομαι — κουράζω τους μυς τού λαιμού μου στρέφοντας επίμονα και συστηματικά το κεφάλι μου προς μία ορισμένη κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λαιμός] … Dictionary of Greek
ξελαιμιάζομαι — ξελαιμιάστηκα, ξελαιμιασμένος, κουράζω το λαιμό μου: Ξελαιμιάστηκε να κοιτάζει προς τα κει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελαίμιασμα — το [ξελαιμιάζομαι] το αποτέλεσμα τού ξελαιμιάζομαι … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσβερκώνομαι — και ξεσβερκιάζομαι 1. αισθάνομαι πόνο στους μυς τού σβέρκου, τού τραχήλου, που οφείλεται σε μεγάλο κάματο, βγάζω τον σβέρκο μου 2. στρέφω επίμονα και επί πολλή ώρα το κεφάλι μου προς μία κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι («ξεσβερκώθηκε να τόν κοιτάζει»)… … Dictionary of Greek
ξεσβερκιάζομαι — ξεσβερκιάστηκα, ξεσβερκιασμένος, και ξεσβερκώνομαι ξεσβερκώθηκα, ξεσβερκωμένος 1. νιώθω πόνο στο σβέρκο από κούραση. 2. στρέφω επίμονα το κεφάλι προς κάποιο σημείο,αλλ. ξελαιμιάζομαι: Ξεσβερκιάστηκες να βλέπεις ώρες στο παράθυρό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)